Μετάφραση τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς
Κατά τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, καθώς μεγάλωνε ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νά πα-
ραπονοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι ἐναντίον τῶν ἐντόπιων ἑβραιοφώνων πιστῶν, μέ τό
αἰτιολογικό ὅτι στήν καθημερινή διανομή τῶν τροφίμων παραγκωνίζονταν οἱ χῆρες
τους. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι προσκάλεσαν ὅλους τούς μαθητές καί εἶπαν: Δέν
εἶναι σωστό νά ἀφήσουμε ἐμεῖς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ τό
συσσίτιο. Ἐπιλέξατε λοιπόν, ἀδελφοί, ἑπτά ἄνδρες ἀπό σᾶς, πού ἔχουν καλή φήμη
καί εἶναι πλήρεις Πνεύματος ἁγίου καί σοφίας, τούς ὁποίους θά ἐγκαταστήσουμε
σέ αὐτό τό ἔργο, ἐνῶ ἐμεῖς θά ἀφοσιωθοῦμε στή λατρεία καί στό λειτούργημα τοῦ
κηρύγματος. Ὁ λόγος αὐτός τῶν ἀποστόλων ἄρεσε σέ ὅλο τό πλῆθος, καί ἐξέλεξαν
τόν Στέφανο, ἄνδρα πλήρη πίστεως καί ἁγίου Πνεύματος, καί τόν Φίλιππο, τόν
Πρόχορο, τόν Νικάνορα, τόν Τίμωνα, τόν Παρμενά καί τόν Νικόλαο, προσήλυτο
ἀπό τήν Ἀντιόχεια, τούς παρουσίασαν δέ στούς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ προ-
σευχήθηκαν, τούς χειροθέτησαν. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαδιδόταν καί μεγάλωνε ὁ
ἀριθμός τῶν μαθητῶν πάρα πολύ στά Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ πάρα πολλοί Ἰουδαῖοι
ἀποδέχονταν τήν πίστη.
(Ἀπό τή νέα ἔκδοση: Ἡ Καινή Διαθήκη, τό πρωτότυπο κείμενο μέ νεοελληνική ἀπόδοση
τοῦ ὁμοτ. καθηγ. Χρ. Βούλγαρη, ἔκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ)
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
Σκηνές ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων
παρουσιάζονται στή σημερινή Ἀποστολική περικοπή. Ἡ αὔξηση τῶν
μελῶν της προκάλεσε ἐπιπλέον ἀνάγκες στή διακονία τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἀποφάσισαν οἱ ἴδιοι
νά περιοριστοῦν στή λατρεία καί στό θεῖο κήρυγμα, ἐνῶ ζήτησαν ἀπό τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νά ἐκλέξει ἑπτά ἄνδρες «πλήρεις Πνεύματος ἁγί-
ου καί σοφίας» (Πράξ. 6,3), προκειμένου νά ἀναλάβουν εὐρύτερα διακο-
νικά καθήκοντα στήν Ἐκκλησία. Στούς ἄνδρες πού ἐπιλέχθηκαν ἀνέθε-
σαν ἐπισήμως τή νέα διακονία, διά τῆς «ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» (τοπο-
θετήσεως τῶν χεριῶν) τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐπικλήσεως τοῦ
ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς καθιερώθηκε ἡ χειροτονία
Τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης ἤ τῆς χειροτονίας καθιερώθηκε ἀπό τόν
ἴδιο τόν Χριστό, ὅπως ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖνος
ἦταν πού ἐπέλεξε τούς ἁγίους Ἀποστόλους Του καί τούς μετέδωσε τήν
πνευματική δύναμη καί ἐξουσία νά ἐνεργοῦν μεγάλα καί ὑπέρλογα μυ-
στήρια ἐξ ὀνόματός Του, μέ σκοπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν
ἀνθρώπων πρός τή σωτηρία.
Στή συνέχεια καί μετά τήν Πεντηκοστή, οἱ Ἀπόστολοι, μέ τή χάρη
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κατέστησαν ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καί δια-
κόνους στή διαρκῶς ἀναπτυσσόμενη ἐκκλησιαστική κοινότητα. Οἱ ἐπί-
σκοποι χειροτόνησαν τούς διαδόχους τους, δημιουργώντας ἔτσι μία ἱε-
ρή νοητή ἁλυσίδα, ἡ ὁποία συνδέει διαχρονικά καί μέχρι τίς ἡμέρες μας
ὅλους τούς κανονικούς καί ὀρθοδόξους λειτουργούς τῶν μυστηρίων
τοῦ Θεοῦ.Ἡ ἱερωσύνη, καρπός τῆς θείας ἀγάπης
Ἡ ἱερωσύνη δέν δίνεται ἀπό τόν Θεό ὡς ἐπιβράβευση τῆς ἁγιότητας
ἤ τῆς ἀξιοσύνης τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς θείας ἀγάπης
καί συγκαταβάσεως, ἡ ὁποία μεριμνᾶ διαρκῶς γιά τή διακονία τοῦ σώ-
ματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ κορυφαία καί πλέον σημαντική ἰδιότητα πού
μπορεῖ νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού δέν συγκρί-
νεται μέ κανένα κοσμικό ἀξίωμα, ὁσοδήποτε ὑψηλό κι ἄν εἶναι.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς Βασιλείας
καί ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς ἱερωσύνης. Ἀλλά αὐτή εἶναι μεγαλύτερη τῆς Βασι-
λείας… Ὁ βασιλεύς σώματα διοικεῖ, ἐνῶ ὁ ἱερεύς ψυχές διακονεῖ…».
Εἶναι σέ ὅλους γνωστή ἡ σχετική διδαχή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ,
σύμφωνα μέ τήν ὁποία τήν πνευματική ἐξουσία τοῦ ἱερέα δέν ἔχουν
οὔτε οἱ Ἄγγελοι: «Ἄν δεῖς ἄγγελο καί ἱερέα, νά προσκυνήσεις πρῶτα
τόν ἱερέα, διότι τελεῖ τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία
σκύβουν καί οἱ ἄγγελοι καί τήν παρακολουθοῦν μέ ἔκσταση».
Ἡ ἀποστολή τοῦ ἱερέα
Ὁ ἁπλός καί ἀπέριττος λόγος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ εἶναι ὁ
πλέον διδακτικός, γιά τή σπουδαιότητα τῆς ἱερωσύνης. Χρησιμοποιών-
τας εἰκόνες ἀπό τήν καθημερινή ζωή, ἀπευθύνεται στόν ἱερέα καί τοῦ
λέει: «Ὁ βοσκός περιτριγυρίζει τά πρόβατά του. Ὁμοίως καί σύ ὁ παπάς ἔχεις χρέος νά περιτριγυρίζεις τά σπίτια τῶν χριστιανῶν ἡμέρα καί νύ-
χτα, ὄχι νά τρώγεις καί νά πίνεις καί νά παίρνεις τά πράγματά τους, ἀλλά
νά στοχάζεσαι ποιός ἄνδρας εἶναι μαλωμένος μέ τή γυναῖκα του, ποιός
πατέρας μέ τό παιδί του, ποιός ἀδελφός μέ τόν ἀδελφό του, ποιός γεί-
τονας μέ τό γείτονα; Νά τούς βάζεις σέ ἀγάπη. Αὐτό εἶναι τό χρέος τοῦ
παπᾶ καί νά βάζεις τή ζωή σου καί τό κεφάλι σου διά τούς χριστιανούς».
Μέσα σέ λίγες γραμμές ὁ Ἅγιος περιγράφει τήν κοινωνική καί πνευμα-
τική ἀποστολή τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος «δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ θυσία
ἑνός ἀνθρώπου, πού προστίθεται στή θυσία τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι ἡ
ἱερωσύνη».
Νά προσεύχεσθε, ἀδελφοί, γιά τούς κληρικούς μας, ὅπως καί ἐκεῖνοι
διαρκῶς προσεύχονται γιά ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Νά προσεύ-
χεσθε νά ἑλκύουν πάντοτε πάνω τους τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀντα-
ποκρίνονται στήν ἱερή ἀποστολή τους, ὑπερνικώντας τίς ἀδυναμίες καί
τά πάθη τους. Νά συνεχίζουν ἐπαξίως τή σπουδαία ἱερατική παράδοση
τῶν ἁγίων προκατόχων τους, ἐργαζόμενοι γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ καί
τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀμήν!
Ἀρχιμ. Ἐ. Οἰκ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Μαρκ. ιε΄ 43 – ιστ΄ 8) ΚΥΡΙΑΚΗ 4/5/2025
Μετάφραση
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, καί περίμενε κι αὐτός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νά πάει στόν Πιλάτο καί νά τοῦ ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος ἀπόρησε πού ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τόν ἑκατόνταρχο καί τόν ρώτησε ἄν εἶχε πεθάνει ἀπό ὤρα. Ὅταν πῆρε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν ἑκατόνταρχο, χάρισε τό σῶμα στόν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τόν Ἰησοῦ, τόν τύλιξε μ΄ αὐτό καί τόν τοποθέτησε σ΄ ἕνα μνῆμα πού ἦταν λαξεμένο σέ βράχο· μετά κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσή παρακολουθοῦσαν πού τόν ἔβαλαν. Ὅταν πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καί ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά πᾶνε ν΄ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στό μνῆμα πολύ πρωί τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυλήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρός τά ΄κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπό τόν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, τό σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά καί τό μέρος ὅπου τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καί πεῖτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο: «πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα γεμάτες τρόμο καί δέος· δέν εἶπαν ὅμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες.despotato.