Μετάφραση τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς
Ἀδελφοί, ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλο-
γητός στούς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δέν ψεύδομαι. Στή Δαμασκό, ὁ διοικητής πού εἶχε
ὁριστεῖ ἀπό τόν βασιλιά Ἀρέτα, φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδή
ἤθελε νά μέ συλλάβει, καί μέ κατέβασαν ἀπό τό τεῖχος, ἀπό ἕνα παράθυρο, μέσα
σ᾿ ἕνα καλάθι, καί ἔφυγα ἀπό τά χέρια του. Λοιπόν δέν μέ συμφέρει νά καυχιέμαι,
ἀλλά θά ἔλθω σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Γνωρίζω
ἕναν ἄνθρωπο πιστό στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πρό δεκατεσσάρων ἐτῶν –
εἴτε μέ τό σῶμα, δέν ξέρω, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, δέν ξέρω, ὁ Θεός ξέρει–
ἁρπάχθηκε καί ὑψώθηκε μέχρι τόν τρίτο οὐρανό. Καί ξέρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος –εἴτε μέ τό σῶμα εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, δέν ξέρω, ὁ Θεός ξέρει–
ἁρπάχθηκε στόν παράδεισο καί ἄκουσε ἄρρητα λόγια, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά
ἐπαναλάβει ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά καυχηθῶ, γιά τόν ἑαυτό μου δέν
θά καυχηθῶ, παρά μόνο γιά τίς ἀδυναμίες μου. Ἀλλά καί ἄν θελήσω νά καυχηθῶ,
δέν θά εἶμαι ἀνόητος, γιατί θά πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως νά καυχηθῶ
μήπως μοῦ καταλογίσει κανείς περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι βλέπει σ᾿ ἐμένα ἤ ἀκούει ἀπό
ἐμένα. Καί γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι, λόγῳ τῶν ὑπερβολικῶν ἀποκαλύψεων,
μοῦ δόθηκε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕνας ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ χτυπᾶ
προκειμένου νά μήν ὑπερηφανεύομαι. Γι᾿ αὐτό τό ἀγκάθι παρακάλεσα τρεῖς
φορές τόν Κύριο νά τό ἀπομακρύνει ἀπό ἐμένα, καί μοῦ εἶπε: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη
μου, γιατί ἡ δύναμή μου τελειοποιεῖται μέσα στήν ἀδυναμία. Πολύ εὐχαρίστως,
λοιπόν, θά καυχηθῶ περισσότερο γιά τίς ἀδυναμίες μου, ὥστε νά κατασκηνώσει
ἐπάνω μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
(Ἀπό τή νέα ἔκδοση: Ἡ Καινή Διαθήκη, τό πρωτότυπο κείμενο μέ νεοελληνική ἀπόδοση
τοῦ ὁμοτ. καθηγ. Χρ. Βούλγαρη, ἔκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ)
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀδελφοί μου, τιμᾶται καί ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν
Ἐκκλησία μας ὡς ὁ Πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ὁ ἱεραπόστολος τῆς Οἰκου-
μένης. Ὅμως, δέν θά ἦταν τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἄν ὑπέκυπτε στόν πει-
ρασμό τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας καί ἀλαζονείας. Αὐτά εὔκολα θά
μποροῦσαν νά προκύψουν, ἄν ἀναλογιστεῖ κανείς τίς θεῖες ἀποκαλύ-
ψεις πού βίωσε καί τά θαύματα τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ, πού τόν προ-
φύλασσαν ἀπό τή μανία τῶν διωκτῶν του.
Καύχηση γιά τίς ἀδυναμίες
Γι’ αὐτά ὁμιλεῖ στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε σήμερα·
γιά τή θαυματουργική του διάσωση στή Δαμασκό, κυρίως, ὅμως, γιά τήν
ἁρπαγή του ἕως τοῦ Παραδείσου –γεγονός, πού, γιά τήν ταπείνωσή του,
ἀποδίδει σέ ἄλλο, ἀνύπαρκτο πρόσωπο–, ἐκεῖ ὅπου εἶδε, ἄκουσε καί
βίωσε ἐμπειρίες, πού καμιά ἀνθρώπινη γλώσσα δέν μπορεῖ νά περιγρά-
ψει καί κανένας ἀνθρώπινος χρωστήρας νά ἀναπαραστήσει. Κι ὅμως,
ἀποφεύγει τή δίκαιη, ἐνδεχομένως, ἀλλά ἄφρονα καύχηση ἀπό μιά τέ-
τοια ὑπέρλογη ἐμπειρία, πού ἄν κάποιος ἀπό ἐμᾶς βίωνε, θά ἔκανε φλά-
μπουρο προσωπικῆς προβολῆς καί δικαίωσης. Ἀντ’ αὐτῆς, ἐπιλέγει νά
καυχηθεῖ γιά τίς ἀδυναμίες του, πίσω ἀπό τίς ὁποῖες ἀντικρίζει τήν πα-
ρουσία τοῦ Θεοῦ, πού τόν κρατᾶ προσγειωμένο, μετατρέποντας τή μάσ-
τιγα τῆς σωματικῆς ἀσθένειας, πού τόν ταλαιπωροῦσε, σέ ἀσπίδα προσ-
τασίας ἀπό τόν κίνδυνο τῆς πνευματικῆς ἔπαρσης καί ἀλαζονείας.
Ἀποφυγή τοῦ ἐπαίνου
Εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἁγίων ὁ τρόπος τῆς ταπείνωσης
καί διακριτικῆς τοποθέτησης ἀπέναντι σέ ἔκτακτες ἐκδηλώσεις τῆς χά-
ριτος τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ.Ἀποφεύγουν νά ὁμιλοῦν γι’ αὐτές· τίς κρατοῦν μυστικές. Διαζωγραφίζον-
ται, ὅμως, στήν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου τους, στή χάρη τῶν λόγων
τους, στήν κραυγάζουσα σιωπή τους ἤ καί στούς κρουνούς τῶν δα-
κρύων τους. Εἶναι ἀληθινά ἔξοχο νά διατηρεῖ κανείς μέσα του τόσο βα-
θιά ταπεινοφροσύνη, ἀποφεύγοντας τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ θά
μποροῦσε νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῶν συζητήσεων καί τοῦ θαυμα-
σμοῦ τῶν φθαρτῶν καί θνητῶν, κινδυνεύοντας ὅμως νά ἀπολέσει τή χά-
ρη τοῦ ἀφθάρτου καί ἀθανάτου Θεοῦ.
Ψευδαίσθηση καί ἀλαζονεία
Στόν ἀντίποδα βρίσκεται ἡ ἀλαζονεία, πού προκύπτει ἀπό τήν ψευδαί-
σθηση τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας, τοῦ νά θεωρεῖ κάποιος τόν ἑαυτό
του μικρό θεό. Στήν κατάσταση αὐτή, ὅταν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπιζητεῖ
τήν καθολική ἀναγνώριση τῆς ὅποιας ἀξίας του, τήν προβολή καί κατα-
ξίωσή του· ἐπιδιώκει θέσεις ὑψηλές, θεωρώντας ἑαυτόν ἀσυγκρίτως
ἀνώτερο ἀπό κάθε ἄλλον. Λαχταρᾶ νά εἶναι πάντα μπροστά ἀπό τούς
ἄλλους, νά τόν ὑπολογίζουν περισσότερο, νά ἀνταμείβεται καλύτερα
ἀπό τούς ἄλλους. Δυσκολεύεται νά παραδεχτεῖ τά λάθη του καί νά ἀπο-
λογηθεῖ γι’ αὐτά. Γι’ αὐτό, θλίβεται, ὑποφέρει, ἐξαγριώνεται, ζεῖ μέσα
στήν κόλαση πού ὁ ἴδιος ἔκτισε γύρω του, ὅταν νιώθει ὅτι ἀδικεῖται καί δέν ἀναγνωρίζεται τό «μεγαλεῖο» του. Καί τήν ἴδια στιγμή, ἐξαιτίας τῆς
ἀλαζονείας του, γεννᾶ ἀναρίθμητες ἄλλες ἁμαρτίες, πού διαλύουν τήν
κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους μας. «Τί πρέπει νά κάνω,
πού μέ κατατρώει ἡ ἀλαζονεία;», ρώτησε κάποτε, στά πρῶτα χρόνια τοῦ
μοναχισμοῦ, ἕνας ἐρημίτης ἀδελφός κάποιον γεροντότερο. «Μά, δικαί-
ως εἶσαι ἀλαζόνας», ἀπαντάει ἐκεῖνος. «Ἐσύ δέν ἔφτιαξες τόν οὐρανό
καί τή γῆ;». Αὐτή ἡ κουβέντα ἦταν ἀρκετή· ὁ νεαρός θεραπεύτηκε ἀπό
τήν ἀλαζονεία του.
Ἡ παγίδα τῆς αὐτονόμησης
Τελικά, ὅπως ἐπισημαίνει σύγχρονος ἱεράρχης, «δέν ὑπάρχει μεγα-
λύτερη ἁμαρτία ἀπ’ αὐτή, ὅταν, μάλιστα, ἀφορᾶ στούς Ποιμένες. Αὐτή
ἐκδίωξε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Παράδεισο. Οἱ, κατά τά ἄλλα, πνευματι-
κοί ποιμένες αὐτονομοῦνται ἀπό τόν Ἐπίσκοπό τους καί, οὐσιαστικά,
ἀπό τήν Ἐκκλησία, δίδοντας, μάλιστα, χαρακτήρα “ἁγιότητας” στήν τονόμησή τους. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη παγίδα. Ἀντιλαμβάνονται τήν κατά-
σταση αὐτή ὡς “ἁγιότητα”, πιστεύοντας ὅτι ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλ-
λους. Ὁ διάβολος, ὅταν δέν μπορεῖ νά ρίξει τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκ-
κλησίας στά ἠθικά ζητήματα, σπέρνει τόν ἐγωισμό τῆς αὐτάρκειας καί
τῆς αὐτονομίας. Ἐπιδιώκει νά διχάσει τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεό καί
μεταξύ τους καί, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει στήν οὐσία Της τήν ἑνότητα, τήν
βλέπει νά καταστρέφεται ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς αὐτάρκειας».
Ἡ στάση τοῦ Παύλου, ἀδελφοί μου, εἶναι κατά πάντα διδακτική, γιά
ποιμένες καί ποιμαινόμενους. Ἄς τήν υἱοθετήσουμε, ἀρνούμενοι τήν
ψευδαίσθηση τῆς προσωπικῆς μας ὑπεροχῆς, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν
αἴσθηση τῆς θείας ἀγάπης καί τιμῆς. Γένοιτο!
Ἀρχιμ. Ἐ. Οἰκ.https://apostoliki-diakonia.
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025.
Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ὀκτωβρίου 2025, Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Συμπόνια στὸ πένθος
Μιὰ ὀδυνηρὴ σκηνὴ μᾶς περιγράφει τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Μιὰ πομπὴ ἀνθρώπων συνοδεύουν ἕνα νεκρὸ μέσα σὲ φέρετρο γιὰ νὰ τὸν ἀποθέσουν στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως Ναῒν τῆς Γαλιλαίας. Ὁ νεκρὸς μάλιστα εἶναι νέος στὴν ἡλικία καὶ ἐπιπλέον μονάκριβο παιδὶ γιὰ τὴ μάνα του, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη χήρα· δύο φορὲς πενθούσα. Ὁ πόνος της εἶναι ἀβάστακτος. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σημειώνει ὅτι «ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ». Δηλαδή, κοντὰ στὴ μάνα βρίσκεται πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν πόλη. Δὲν τὴν ἀφήνουν μόνη στὸ πένθος της. Τὴ συνοδεύουν καὶ παρακολουθοῦν μὲ συμπόνια τὴν κηδεία. Ἀσφαλῶς, ἡ παρουσία τοῦ πλήθους εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὴν πονεμένη χήρα μάνα· μιὰ μικρὴ συμπαράσταση.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσφέρουμε κι ἐμεῖς παρηγοριὰ σὲ πενθοῦντες ἀδελφούς μας. Μὲ τὴ διακριτικὴ παρουσία μας στὸ πένθος τους ἐκφράζουμε τὴ συμπόνια μας, τὴν κατανόησή μας, τὴ διάθεσή μας νὰ προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου ἑνὸς προσφιλοῦς προσώπου εἶναι πάντοτε μεγάλος. Ὅμως ἡ παρουσία ἀδελφῶν πνευματικῶν στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πένθους τὸν μαλακώνει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει ὅτι «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν» (Ἰακ. α΄ 27). Δηλαδή, γνώρισμα τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θρησκείας εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους.
2. Ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς Μαθητές του καὶ πλῆθος κόσμου πορεύονται πρὸς τὴ Ναΐν. Στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως συναντοῦν τὴ νεκρικὴ πομπή. Ὁ ὀδυρμὸς τῆς μάνας σχίζει τὴ σιωπή. Ὁ Κύριος τότε ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὴν καὶ τῆς λέει ἕναν παράδοξο λόγο: «Μὴ κλαῖε». Μὴν κλαῖς. Ἡσύχασε. «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν κλαίει στὴν κηδεία τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της;», θὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅμως ἔχει σημασία. Γνωρίζει καλὰ τὸ θαῦμα ποὺ πρόκειται ν᾿ ἀκολουθήσει. Εἶναι λοιπὸν σὰν νὰ τῆς λέει: «Μὴν κλαῖς, διότι ὁ γιός σου σὲ λίγο θὰ ζεῖ».
Ὅπως καὶ ἔγινε. Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια ἄγγιξε τὸ φέρετρο, ἀπευθύνθηκε στὸν νεκρὸ νέο καὶ τὸν διέταξε ἐπιτακτικά: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Νεαρέ, σὲ σένα ὁμιλῶ, σήκω ἐπάνω! Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη πρὸς ἔκπληξη ὅλων σηκώθηκε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ. Ὁ δὲ Κύριος τὸ παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ἔμφοβοι τότε οἱ παρευρισκόμενοι δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι μεγάλο Προφήτη ἔστειλε στὸν λαό του.
«Μὴ κλαῖε». Αὐτὸ τὸν λόγο λέει καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος: «Μὴν κλαῖς, ἡσύχασε, διότι ὁ ἄνθρωπός σου δὲν χάθηκε γιὰ πάντα. Ὁ χωρισμὸς εἶναι προσωρινός». Εἶναι ἀσφαλῶς φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο νὰ πενθοῦμε, νὰ πονοῦμε, ἴσως καὶ νὰ κλαῖμε κάποτε γιὰ τὴν ἀπώλεια κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Ὅσο ὅμως κι ἂν μᾶς πονεῖ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπό μας, δὲν ἀπελπιζόμαστε «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13)· ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν. Δὲν ἀφήνουμε τὴ λύπη νὰ μᾶς παραλύει, ἢ νὰ μᾶς ὠθεῖ σὲ ὀλιγοπιστία καὶ γογγυσμὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ δυσπιστία γιὰ τὴ θεία Πρόνοιά του, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου.
Μέχρι τὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεκρὸ νέο τῆς Ναῒν ὁ θάνατος ὑπῆρξε θηρίο ἀδάμαστο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μπροστά του ὑποτάσσονταν ὅλοι· βασιλεῖς καὶ στρατιῶτες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί. Προκαλοῦσε φόβο, θλίψη, ταραχὴ καὶ μόνο ἡ σκέψη του. Στὴν πύλη τῆς Ναῒν ὅμως ἀναμετρήθηκε ὁ θάνατος μὲ τὴ Ζωή· μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Αὐτοζωή. Ὁ δὲ Κύριος ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. «Ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον θάνατος, ἀλλὰ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου ἔχει», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μᾶλλον καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ. «Οὐκέτι γὰρ οὐδὲ θάνατον αὐτὸν προσαγορεύομεν, ἀλλὰ κοίμησιν καὶ ὕπνον» (ΕΠΕ 3, 252). Διότι δὲν τὸν ὀνομάζουμε πλέον θάνατο, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνο.
Ὁ ἐξουσιαστικὸς λόγος τοῦ Κυρίου στὸν νεκρὸ νέο εἶναι ἕνα προανάκρουσμα τῆς ὁριστικῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου. Ἕνα προοίμιο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Οἱ πιστοὶ πλέον ἔχουμε ἐλπίδα. Ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι οἱ κεκοιμημένοι μας συνεχίζουν νὰ ζοῦν καὶ ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν κι ἐκεῖνοι καὶ ὅλοι μας. Ὁμολογοῦμε μάλιστα τὴ βεβαιότητά μας αὐτὴ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Διατηροῦμε δὲ ζωντανὴ μέσα μας τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν προσδοκία τῆς αἰώνιας ζωῆς.osotir.
