Κάποτε ὁ γνωστὸς συγγραφέας Ντοστογιέφσκι βγῆκε γιὰ τὸν ἀπογευματινό του περίπατο.
Ἐνῷ κόντευε νὰ νυχτώσει ἕνας ζητιάνος ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τοῦ ζήτησε βοήθεια
Ὁ Ντοστογιέφσκι ψάχνει τὶς τσέπες του νὰ βρεῖ κανένα κέρμα, ἀλλὰ δὲν βρίσκει τίποτα
Ψάχνει τὸ ρολόϊ του νὰ τὸ προσφέρει, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο τὸ εἶχε ξεχασμένο στὸ σπίτι του.
Ὁ μεγάλος συγγραφέας κοκκίνισε λίγο στὸ πρόσωπο καὶ πάνω στὴν ἀμηχανία του ἔσκυψε, φίλησε τὸ χέρι τοῦ τυφλοῦ καὶ ψιθύρισε:
Συγχώρα με, καλέ μου ἄνθρωπε, γιατί αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω τίποτα νὰ σοῦ προσφέρω…
Καὶ ὁ γέρο ζητιάνος ἀπαντᾶ:
Εὐχαριστῶ πολύ. Τὸ πῆρα!
Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔδωσες δὲν μποροῦσα νὰ τὸ βρῶ ἀλλοῦ.
Τὸ νόμισμα τῆς καλοσύνης σπάνια τὸ βρίσκω..».
